- πατροπασχιτισμός
- ο, ΝΜχαρακτηρισμός τής διδασκαλίας τών αιρετικών πατροπασχιτών, ή τροπικών μοναρχιανών, οι οποίοι δεν δέχονταν την υποστατική διάκριση τών τριών προσώπων τής Αγίας Τριάδας και υποστήριζαν ότι ο ίδιος ο Πατήρ τής Παλαιάς Διαθήκης εμφανίστηκε και σταυρώθηκε ως Υιός στην Καινή Διαθήκη και ως Άγιο Πνεύμα την εποχή τής ιδρύσεως τής Εκκλησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατροπασχῖται + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.